παρέμβλημα

παρέμβλημα
το
καθετί που παρεμβάλλεται ή παρεντίθεται κάπου, η παρενθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”